μαράσλειος

μαράσλειος
-ο, θηλ. και -α
αυτός που έγινε από τον εθνικό ευεργέτη Μαρασλή («Μαράσλειος Σχολή).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μαρασλής — Επώνυμο ελληνικής οικογένειας της Οδησσού. 1. Γρηγόριος (Φιλιππούπολη 1780; – Οδησσός 1850;). Εξελίχθηκε σε μεγαλέμπορο της Κωνσταντινούπολης και υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της Οδησσού επί Αικατερίνης B’. Διετέλεσε έφορος της εκεί Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • Афинский трамвай — Трамвайная система Страна …   Википедия

  • ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”